σάλπιγξ

σάλπιγξ
σάλπιγξ, ιγγος, ἡ (s. two next entries; Hom.+; Kaibel 1049, 7; New Docs 4, p. 19, ln. 5 at a gladiatorial contest; PHerm 121, 10; LXX; TestAbr A 12 p. 91, 7 [Stone p. 30, 7]; ParJer 3:2; ApcSed; ApcEsdr 4:36 p. 29, 13 Tdf.; ApcMos; Philo; Jos., Bell. 3, 89 (military use), Ant. 3, 291, 7, 359; Tat. 1, 2; loanw. in rabb.)
a wind instrument used esp. for communication, trumpet (Artem. 1, 56, p. 52, 15ff: the ἱερὰ ς. is straight, the military trumpet spiral) 1 Cor 14:8; Hb 12:19 (cp. Ex 19:16); Rv 1:10; 4:1; 8:2, 6, 13; 9:14; D 16:6; EpilMosq 4. μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης with a trumpet giving forth a blast Mt 24:31 v.l. (s. φωνή 1). ἤχησεν ς. κύριου the Lord’s trumpet sounded GJs 8:3 (cp. PsSol 8:1 φωνὴν σάλπιγγος ἠχούσης).
the sound made or signal given by a trumpet, trumpet-call, trumpet-sound (Aristoph., Ach. 1001; X., R. Equ. 9, 11, Hipp. 3, 12; Aristot., Rhet. 3, 6; Polyb. 4, 13, 1; Ael. Aristid. 34, 22 K.=50 p. 554 D.: τῇ πρώτῃ ς.; s. Pollux 4, 88f on its loud sound; could be heard at a distance of 60 stadia Diod S 17, 106, 7) μετὰ σάλπιγγος μεγάλης with a loud trumpet-call Mt 24:31. ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι at the sound of the last trumpet 1 Cor 15:52. ἐν σάλπιγγι θεοῦ (καταβήσεται ἀπʼ οὐρανοῦ) at the call of the trumpet blown by God’s command 1 Th 4:16.—PKrentz, The Salpinx in Gk. Warfare, in Hoplites, The Classical Gk. Battle Experience, ed. VHanson ’91; JHale/MTunnell, ClBull 72, ’96, 118–24. For add. lit. s. ISBE III 449; TRE XXIII 455 (Israel’s musical instruments).—DELG. M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σάλπιγξ — saupe fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σάλπιγξ Ελληνική — Η πρώτη χρονολογικά, έντυπη ελληνική εφημερίδα. Η εφημερίδα αυτή, που είχε έδρα την Καλαμάτα, κυκλοφόρησε το 1821. Από τα φύλλα της σώζονται μόνο ελάχιστοι αριθμοί. Τα αντίτυπα αυτά ανήκαν στον Τιμολέοντα Φιλήμονα, που τα δώρισε στη Βιβλιοθήκη… …   Dictionary of Greek

  • Ελληνική Σάλπιγξ — Τίτλος της πρώτης έντυπης ελληνικής εφημερίδας. Ιδρύθηκε στην Καλαμάτα το 1821 και εκδιδόταν υπό τη διεύθυνση του Θεόκλητου Φαρμακίδη σε περιοδικά χρονικά διαστήματα, εξαιτίας των αντίξοων ιστορικών συνθηκών. Η έκδοσή της σταμάτησε όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • Ευαγγελική Σάλπιγξ — Το αρχαιότερο ελληνικό θρησκευτικό περιοδικό. Εκδότης του ήταν ο ιεροκήρυκας Γερμανός. Εκδόθηκε στο Ναύπλιο (1834 35) και η έκδοσή του συνεχίστηκε στην Αθήνα (1835 38). Με τον ίδιο τίτλο εκδόθηκε και θρησκευτικό περιοδικό στην Κέρκυρα (1852) …   Dictionary of Greek

  • Сальпинга — (σάλπιγξ) греческое название длинной трубы (= лат. tuba), которой давались на войне сигналы. С. употреблялась также при религиозных церемониях …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • σαλπίγγων — σάλπιγξ saupe fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγα — σάλπιγξ saupe fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγας — σάλπιγξ saupe fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγες — σάλπιγξ saupe fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγι — σάλπιγξ saupe fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σάλπιγγος — σάλπιγξ saupe fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”